-
1 περιστέφω
A enwreathe, surround, ;τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις Plu.Arist.9
;κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e
; Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, of the serpent Pytho, Call.Del.93 :—[voice] Pass., Orph.Fr. 186 : metaph.,ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται Aphth.Prog.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστέφω
См. также в других словарях:
περιστέφω — Α 1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω 2. περικυκλώνω 3. παθ. περιστέφομαι μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῑς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.) … Dictionary of Greek